πρωτοτρώω

πρωτοτρώω
και πρωτοτρώγω Ν
1. τρώω κάτι για πρώτη φορά
2. τρώω πρώτος, πριν από τους άλλους
3. παροιμ. «όποιος πρωτοφάει. στερνοκοιτάζει» — δηλώνει ότι εκείνοι που σπαταλούν την περιουσία τους όταν είναι νέοι, στερούνται όταν γεράσουν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”